μεσοστράτι
Смотреть что такое "μεσοστράτι" в других словарях:
μεσοστράτι — και μεσόστρατο, το το μέσο τής στράτας, τού δρόμου ή τής πορείας, τής διαδρομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + στράτα] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοστρατίς — και μεσόστρατα (Μ μεσοστρατίς και μισοστρατίς και μεσόστρατα) επίρρ. στη μέση τού δρόμου ή τής διαδρομής, μεσοδρομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσοστράτι + επιρρμ. κατάλ. ίς* (πρβλ. μεσοδρομ ίς). Ο τ. μεσόστρατα πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *μεσόστρατος] … Dictionary of Greek
μεσόστρατο — το βλ. μεσοστράτι … Dictionary of Greek
Σρέντερ, Ρούντολφ Αλεξάντερ — (Schroder). Γερμανός συγγραφέας, αρχιτέκτονας και ζωγράφος (Βρέμη 1878 Μπαντ Βίσζεε 1962) μεταφραστής της «Οδύσσειας» και της «Ιλιάδας» και ένας από τους ιδρυτές της επιθεώρησης «Το νησί» (Die insel, 1899). Προσκολλημένος σταθερά στον κλασικό… … Dictionary of Greek